Τίτλος: Τοστ Ζαμπόν
Πρωτότυπος τίτλος: Ham on Rye
Συγγραφέας: Τσαρλς Μπουκόφσκι (Charles Bukowski)
Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας
Εκδόσεις: Γράμματα
Έτος: 1990
Έτος πρώτης έκδοσης: 1982, Αγγλικά
ISBN: 960-329-103-Χ
Ένα βιβλίο που μόλις τελείωσα και μου άρεσε αρκετά. Πρόκειται για μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία κι αυτό δίνει περισσότερο ενδιαφέρον στην ανάγνωση.
Δεν είναι ξεκάθαρο τί είναι βιογραφικό και τί ανήκει στην μυθοπλασία. Ο ήρωας πάντως λέγεται Χένρη, όμοια με το όνομα που είχε ο συγγραφέας παιδί, σλάβικο επίθετο (Τσινάσκη όπως Μπουκόφσκη), είναι γεννημένος στην Γερμανία κτλ.
«Χένρυ, αγαπάς τη μητέρα σου;» Στην πραγματικότητα δεν την αγαπούσα, μα το βλέμμα της ήταν τόσο λυπημένο, που είπα «Ναι».
Πρόκειται για ένα παιδί που μεγαλώνει δύσκολα. Πολύ δύσκολα. Ο πατέρας του το κακοποιεί σωματικά και ψυχικά και μεγαλώνει πολύ παραμελημένο. Είναι ο καιρός τής οικονομικής κρίσης στην Αμερική και τής μεγάλης ανεργίας, και το περιβάλλον στην φτωχογειτονιά αλλά και το σχολείο είναι πολύ εχθρικό απέναντι στον μικρό Χένρη που αληθινά δεν βρίσκει καταφύγιο πουθενά. Η άμυνά του είναι να είναι σκληρός και "κακός" και πράγματι μέσα στα χρόνια μοναχά σκληραίνει κι αγριεύει.
Τί βάσανο τόσα χρόνια να ‘χω τη θέληση, την ανάγκη να ζήσω και να μου λείπει η ικανότητα.
Σαν να μην έφταναν όλα τ' άλλα, στην εφηβεία τον βρίσκει μια ακμή πολύ ακραίας μορφής, που γεμίζει το πρόσωπο και το κορμί του και τον υποβάλει σε απανωτές επισκέψεις στον νοσοκομείο όπου κάθε φορά τού αδειάζουνε τα σπυράκια με μια ηλεκτρική βελόνα. Μα η ακμή παραμένει απάνθρωπα έντονη μέσ' στα χρόνια ενισχύοντας κι άλλο την ανάγκη του για απομόνωση από το "νορμάλ" σύνολο, από τους άλλους.
Μου άρεσε εκείνη η περιοχή. Είχε βαθύσκιωτα δέντρα, κι από τότε που κάποιοι μου είχαν πει πως ήμουν άσκημος, προτιμούσα τη σκιά από τον ήλιο, το σκοτάδι από το φως.
Κι αυτό ακριβώς είναι ο Χένρη: ένα παιδί γεμάτο ουλές στην ψυχή και το σώμα που έτσι χτυπημένος διαλέγει να υπάρχει στο περιθώριο κι εκεί φαντάζει στους απέξω απόμακρος, σκληρός και κυνικός. Πώς όμως να μην είσαι κυνικός απέναντι σε έναν κόσμο που σου φέρθηκε σαν να 'σουν σκύλος;
Αυτοί που μαζεύονταν γύρω μου ήταν οι αδύναμοι αντί για τους δυνατούς, οι άσκημοι αντί για τους όμορφους, οι χαμένοι αντί για τους νικητές. Έμοιαζε να ‘ναι το πεπρωμένο μου να πορευτώ με τη συντροφιά τους σ’ όλη μου τη ζωή. Δε με πείραζε τόσο αυτό όσο το γεγονός πως γι’ αυτούς τους ηλίθιους ήμουν ακαταμάχητος. Ήμουν σαν την κουράδα που τραβά τις μύγες, αντί να ‘μαι το λουλούδι που λαχταρούν οι μέλισσες κι οι πεταλούδες.
Κάποια φορά, όταν ήταν παιδί, βρίσκεται μπροστά σε μια σκηνή όπου ένα μεγάλο κι άγριο μπουλντόγκ είναι έτοιμο να ορμήξει σ’ ένα μικρό, ανυπεράσπιστο γατάκι, που βρέθηκε στριμωγμένο σε μια γωνία. Όλοι γύρω παροτρύνουν το μπουλντόγκ να ορμήξει και να ξεσκίσει το γατί και μοναχά αυτός, που πράγματι είναι τόσο σκληρός σε όλα τα άλλα, εδώ συμπονά το γατί και φεύγει για να μην βλέπει. Μάλλον αναγνωρίζει στο γατί κάτι από τον εαυτό του, που αδύναμο παιδί δέχτηκε τόση άσκοπη βία.
Ένιωθα φοβερή ντροπή που άφηνα τη γάτα στην τύχη της. Υπήρχε ακόμα μια πιθανότητα να προσπαθήσει να ξεφύγει. Θα την εμπόδιζαν όμως. Το γατί δεν είχε να κάνει μόνο με το μπουλντόγκ. Είχε απέναντί του ολόκληρη την Ανθρωπότητα.
Τις ελάχιστες φορές που του τυχαίνει κάτι "καλό", όπως η πρόταση τής Κλαίρης ή μιας καθηγήτριας (προς το τέλος), δεν απλώνει το χέρι να το πάρει καθώς η αποστασιοποίησή του είναι ανυπέρβλητο βίωμα.
Κάποιες στιγμές, κάτι από το καλό αρχικό υλικό, που κουβαλάει πάντα μέσα του, σηκώνεται κι αντιπαλεύει με το θεριό που έχει γίνει, όπως όταν μπαίνει σαν άγριος στο διπλανό διαμέρισμα, με βρισιές και σπάζοντας την πόρτα, γιατί τον ενοχλεί η μουσική που παίζει δυνατά, μα όταν πιάσει το ζευγάρι να κάνει έρωτα, φεύγει κι αργότερα τους προσκαλεί για ένα κρασί που φυσικά το αρνούνται.
Η γλώσσα είναι σκληρή με πολλές άπρεπες λέξεις κι η ιστορία κυλά εύκολα γιατί είναι απαλλαγμένη από περιττά στολίδια, μακροσκελείς περιγραφές ή λυρισμό. Έτσι ήμουν ούτως ή άλλως ευχαριστημένος, μα η τελευταία σελίδα ξάφνιασε, σχεδόν με συγκλόνισε.
Το βιβλίο κλείνει με μια σκηνή όπου ο Χένρη παίζει ένα επιτραπέζιο παιχνίδι μποξ με ένα δεκάχρονο μεξικανάκι που βρέθηκε τυχαία εκεί. Όταν ξεκινάν να παίζουν ο Χένρη διαπιστώνει πως ο μποξέρ, που διάλεξε το μεξικανάκι, είναι ελαττωματικός κι έχει μόνο ένα χέρι. Ο κουλός, μηχανικός μποξέρ παλεύει μοναχά με το δεξί κι ο Χένρη αφήνει να νικηθεί και το παιδάκι χαίρεται. Κι έπειτα παίζουν άλλο ένα κι ο Χένρη, ενώ η σκέψη του είναι να νικήσει, ασυναίσθητα αφήνει να νικηθεί και πάλι.
Αυτός που παιδί δάρθηκε τόσο πολύ από τον πατέρα του και τους νταήδες, αυτός που μεγάλωσε νικημένος και χαμένος, αυτός που ήταν πάντοτε από κάτω κι όλο λιγότερος, δεν μπορεί παρά να χαρίσει στο παιδί με τον κουλό μποξέρ την νίκη.
Αυτός που παιδί δάρθηκε τόσο πολύ από τον πατέρα του και τους νταήδες, αυτός που μεγάλωσε νικημένος και χαμένος, αυτός που ήταν πάντοτε από κάτω κι όλο λιγότερος, δεν μπορεί παρά να χαρίσει στο παιδί με τον κουλό μποξέρ την νίκη.
Η μετάφραση μάλλον στρωτή. Έχω το πρωτότυπο σε ηλ. μορφή αλλά δεν μπήκα (ακόμα) στον κόπο να κάνω κάποια σύγκριση.
Last edited by a moderator: